- τροπαῖαι
- τροπαίαan alternating windfem nom/voc plτροπαῖοςof a turningfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τροπαῖ' — τροπαῖαι , τροπαία an alternating wind fem nom/voc pl τροπαῖα , τροπαῖος of a turning neut nom/voc/acc pl τροπαῖε , τροπαῖος of a turning masc voc sg τροπαῖαι , τροπαῖος of a turning fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροπή — η, ΝΜΑ 1. αλλαγή κατεύθυνσης, γύρισμα, καμπή 2. μεταβολή, μετατροπή, τροποποίηση 3. ηλιοστάσιο 4. μεταστροφή, αλλαγή νεοελλ. 1. γραμμ. μεταβολή ενός φθόγγου σε άλλον («τροπή τού α σε η») 2. μαθημ. μετατροπή μιας μετρικής μονάδας σε άλλην («τροπή… … Dictionary of Greek